«Στη δύσκολη όντως εξίσωση για τη βιώσιμη και ασφαλή επανεκκίνηση της οικονομίας και του τουρισμού, η κυβέρνηση αποδείχθηκε τραγικά ανεπαρκής, ανέτοιμη και αναποτελεσματική» τονίζει μεταξύ άλλων ο Ανδρέας Ξανθός σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Ολόκληρη η συνέντευξη του Ανδρέα Ξανθού, τομεάρχη Υγείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και στους δημοσιογράφους Ντ. Βέργου και Δημήτρη Τερζή:
-Ενώ ο κορονοϊός δείχνει απειλητικά τα δόντια του, η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί με γνώμονα το success story της να συντηρήσει την ψευδαίσθηση της «κανονικότητας», αν όχι μέχρι το τέλος του μήνα, τουλάχιστον μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο. Στόχος, να κινηθεί ο τουρισμός εσωτερικός και εξωτερικός στη χώρα και να μην πληρώσει το πολιτικό κόστος των τοπικών lockdown. Πως το σχολιάζετε;
Το success story της κυβέρνησης μας τελείωσε εδώ και καιρό. Για την ακρίβεια μόλις βγήκαμε από την «ασφάλεια» του lockdown, αμέσως υποχώρησε η υγειονομική και κυριάρχησε η πολιτική πτυχή στη διαχείριση της πανδημίας. Στη δύσκολη όντως εξίσωση για τη βιώσιμη και ασφαλή επανεκκίνηση της οικονομίας και του τουρισμού, η κυβέρνηση αποδείχθηκε τραγικά ανεπαρκής, ανέτοιμη και αναποτελεσματική. Τώρα έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό ο έλεγχος σε όλα τα επίπεδα. Και αυτό παράγει πολιτικό κόστος, ανεξάρτητα από το αν θα επιβληθούν τοπικές «καραντίνες» ή όχι.
-Το δεύτερο κύμα της πανδημίας στη χώρα μας φαίνεται πως έρχεται με φόρα. Αξιοποιήθηκε ο χρόνος της «καραντίνας» για να ενισχυθεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας ή υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη η νεοφιλελεύθερη λογική της ελάχιστης δυνατής στήριξης, την ώρα μάλιστα που ο πλανήτης, πληρώνοντας βαρύ τίμημα, συνειδητοποίησε τη σημασία της θωράκισης των δημόσιων συστημάτων καθολικής κάλυψης υγείας;
Είναι πλέον πασιφανές ότι η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε την πανδημία και το περιθώριο που έδωσε η «καραντίνα», για να υπάρξει μια σοβαρή παρακαταθήκη ενίσχυσης του Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Σ’ αυτό δηλαδή που σήκωσε όλο το βάρος της υγειονομικής κρίσης. Πράγματι, η αναγνώριση της αξίας του ΕΣΥ και η ανάγκη γενναίας ενίσχυσής του, είναι πλέον καθολική. Και είναι αλήθεια ότι, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, υπήρξε μια «ρωγμή» στο νεοφιλελεύθερο αφήγημά της ΝΔ που οφείλει η Αριστερά να τη διευρύνει. Αλλά όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτή η κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική βούληση να δρομολογήσει μια στρατηγικού χαρακτήρα επένδυση σε ένα δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας καθολικής κάλυψης όλων των αναγκών της κοινωνίας. Γιατί έχει του «λιγότερου Κράτους» και των συμπράξεων του ΕΣΥ με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ) και τις ασφαλιστικές εταιρείες, σε όλα αυτά δηλαδή που μέσα στην πανδημία απέτυχαν να καλύψουν τις ανάγκες του κόσμου.
– Πώς θα βγάλουμε το φθινόπωρο και τον χειμώνα με τη συνύπαρξη του κορονοϊού, της γρίπης και των άλλων ιών, χωρίς ισχυρή Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγεία;
Θα τη «βγάλουμε καθαρή» μόνο αν ελεγχθεί η διασπορά του ιού στην κοινότητα, αν εμβολιαστούν όλες οι ευπαθείς ομάδες και οι υγειονομικοί για την εποχική γρίπη και, κυρίως, αν στηριχθούν οι δομές της ΠΦΥ (Κέντρα Υγείας και ΤΟΜΥ) και ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού και δεν δοθεί πάλι όλο το βάρος στα νοσοκομεία. Πρέπει να γίνει σαφές από τώρα ότι δεν έχουμε κανένα περιθώριο να ανασταλεί ξανά η τακτική λειτουργία του ΕΣΥ για τις ανάγκες της συνήθους νοσηρότητας και να «αφιερωθεί» όλο το σύστημα υγείας στον covid-19.
-Τι θα κάνατε αν ήσασταν εσείς σήμερα υπουργός Υγείας και είχατε να διαχειριστείτε αυτή την παγκόσμια υγειονομική κρίση;
Προφανώς θα αναθέταμε στους ειδικούς να παρακολουθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα και να εισηγούνται τα ενδεικνυόμενα σε κάθε φάση μέτρα, θα θέταμε ως απόλυτη προτεραιότητα τη Δημόσια Υγεία και μετά το lockdown, αλλά, το πιο σημαντικό, θα είχαμε αρχίσει να υλοποιούμε το πολυετές σχέδιο μόνιμων προσλήψεων, αναβάθμισης των υποδομών και αυξημένης χρηματοδότησης του ΕΣΥ που είχαμε διαμορφώσει μετά την έξοδο από το 3ο Μνημόνιο. Με έμφαση στην ΠΦΥ και στους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας, στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην εξάλειψη των υγειονομικών ανισοτήτων και στη διευρυμένη κάλυψη αναγκών που επιβαρύνουν οικονομικά τους πολίτες (συμμετοχή στα φάρμακα, οδοντιατρική περίθαλψη, φυσικοθεραπεία-αποκατάσταση, γηριατρική και ανακουφιστική φροντίδα, ειδική αγωγή, «αποκλειστικές νοσοκόμες», υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και γυναικολογική-μαιευτική φροντίδα κλπ).Ταυτόχρονα θα συμμετείχαμε δραστήρια στη διεκδίκηση των νέων εμβολίων για τον SARS-CoV-2 ως παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, κόντρα στον «υγειονομικό εθνικισμό» και την προστασία των συμφερόντων των πολυεθνικών του φαρμάκου που πρεσβεύουν οι ΗΠΑ, η Βρετανία και άλλες ισχυρές χώρες. Η «συμμαχία της Βαλέτα» στην οποία η Ελλάδα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι ένα καλό μοντέλο διεθνών πρωτοβουλιών απέναντι στην οικονομική και πολιτική ισχύ των φαρμακευτικών εταιρειών.
-Ποια είναι η εκτίμησή σας για το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ; Με δεδομένους τους περιορισμούς της πανδημίας εκτιμάτε ότι θα πρέπει να πάρει νέα αναβολή ή συμμερίζεστε την άποψη να διεξαχθεί ψηφιακά;
Θεωρώ ότι δεν μπορούμε να αναβάλλουμε συνεχώς μια κορυφαία δημοκρατική διαδικασία όπως το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας μια υγειονομικά ασφαλή χρονική συγκυρία. Πολύ πιθανόν αυτή να μην υπάρξει. Άρα το Συνέδριο πρέπει να γίνει σε σχετικά σύντομο χρόνο, αξιοποιώντας υβριδικές μορφές συμμετοχής των μελών ( συνδυασμός δια ζώσης και διαδικτυακής παρουσίας ),με ευχέρεια πολιτικού διαλόγου στις οργανώσεις και στο ίδιο το Συνέδριο.
-Στο πολιτικό πλαίσιο, ποια θέματα θα πρέπει να λύσει το συνέδριο ώστε να περάσει σε μια νέα φάση δημιουργίας το κόμμα, αφήνοντας πίσω την εσωκομματική γκρίνια;
Το κρίσιμο δίλημμα για το Συνέδριο είναι με ποιο πολιτικό αφήγημα κάνουμε restart;Με τη γραμμή της «ασπίδας προστασίας της κοινωνίας» και της κατάθεσης ρεαλιστικού εναλλακτικού σχεδίου για την έξοδο από την κρίση με μείωση των ανισοτήτων ή με τη γραμμή της ανάδειξης της φαυλότητας των αντιπάλων; Και με ποιο ύφος και ήθος εξουσίας; Με τη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» ή με επιμονή στη διαφάνεια, στη διεύρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, στη θεσμική θωράκιση του Κράτους απέναντι στην αυθαιρεσία και τη διαφθορά; Αυτά είναι τα μείζονα ερωτήματα που χρειάζονται συλλογικές απαντήσεις και όχι τα ανυπόστατα και υποκριτικά διλήμματα «ποιοι είναι με τον Πρόεδρο και τη διεύρυνση και ποιοι όχι».
-Εσχάτως υπάρχουν φωνές εντός κόμματος που διαφοροποιούνται από την κομματική γραμμή στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Το είδαμε να συμβαίνει με τα γεγονότα στον Έβρο, το βλέπουμε και τώρα με τη συμφωνία για την ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του είπε ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σχέση με εκείνον του 2004 ή του 2015 και ότι οι ψηφοφόροι του δεν προέρχονται από τη ριζοσπαστική Αριστερά. Η διατήρηση της εκλογικής δύναμης και η προσέλκυση νέων ψηφοφόρων μπορεί να σημάνει και το «στρογγύλεμα» πάγιων θέσεων της Αριστεράς, όπως π.χ. στις παραπάνω περιπτώσεις;
Η ανοικτή διατύπωση διαφορετικών απόψεων ακόμα και σε ευαίσθητα θέματα όπως τα εθνικά, δεν μπορεί να είναι ταμπού για ένα ανοικτό, δημοκρατικό και πρωτίστως αριστερό κόμμα. Και πολύ περισσότερο πεδίο φανατισμού και στοχοποίησης προσώπων ή συλλογικών μορφών έκφρασης εντός του κόμματος. Ειλικρινή και συνθετικό πολιτικό διάλογο χρειαζόμαστε και όχι απόλυτες αλήθειες και σκληρές ομαδοποιήσεις με μόνο στόχο τον έλεγχο της κομματικής εξουσίας. Η έμφαση στις αξίες και προγραμματικές αρχές της Αριστεράς, η Δημοκρατία στο κόμμα, το πολιτικό ήθος, δεν είναι «βαρίδια» αλλά «πυξίδα» για το κοινό μας «ταξίδι» προς μια δίκαιη κοινωνία χωρίς ανισότητες και καταστρατήγηση δικαιωμάτων.
-Καταδικάζετε την «πολιτική της κασέτας» και κατηγορείτε την κυβέρνηση γι’ αυτό. Πέραν αυτού όμως υπάρχει και η άλλη διάσταση. Τα όσα ακούστηκαν στις ηχογραφημένες συνομιλίες και αποτελούν σοβαρό θέμα ή και τα όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα με αμφιλεγόμενες ενέργειες ορισμένων στελέχη που θολώνουν το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα». Αρκούν οι νουθεσίες και οι παρατηρήσεις για να σταματήσουν τέτοια φαινόμενα; Αναλογίζεστε τι εικόνα δίνουν όλα αυτά στους αριστερούς ψηφοφόρους που δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες πρακτικές;
Ο πολιτικός αντιπερισπασμός της κυβέρνησης μπροστά στην ανεξέλεγκτη υγειονομική και οικονομική κρίση, είναι προφανής. Δεν φτάνει όμως να εγκαλούμε την κυβέρνηση της ΝΔ για την τεχνογνωσία πελατειακής και φαύλης διαχείρισης της εξουσίας που όλοι ξέρουμε ότι διαθέτει. Ούτε μπορούμε να επικαλούμαστε συμψηφισμούς σε συμπεριφορές. Οι «σκιές» που μας πλήγωσαν απαιτούν συστηματική περιφρούρηση της συλλογικής και προσωπικής μας αξιοπιστίας. Χρειαζόμαστε πιο ισχυρά «φίλτρα» που θα εγγυώνται διαφάνεια, έλεγχο, λογοδοσία και σεβασμό των ευαισθησιών που έχει ο αριστερός και προοδευτικός κόσμος. Να άλλο ένα θέμα συζήτησης για το Συνέδριο μας.